Με τους ψαράδες της Μηχανιώνας
Αποτελεί πια κοινή διαπίστωση πως η οικονομική κρίση προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανατροπή των κοινωνικών κατακτήσεων των τελευταίων δεκαετιών προς όφελος των εργοδοτών και σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Ανατροπή που, παρόλο το προπαγανδιστικό χρύσωμα περί «προσωρινότητας» κι «έκτακτων περιστάσεων», κανείς δεν αμφιβάλλει πως θα έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Μοναδικός δρόμος για την αποτροπή της μετατροπής της Ελλάδας σε Πολωνία ή Βουλγαρία, τη μαζική εκπτώχευση και -προοπτικά- τον αναγκαστικό εκπατρισμό εκατοντάδων χιλιάδων (τέως) εργαζομένων ως μεταναστών στις ανθεκτικότερες οικονομίες της Δύσης, συνιστά ως εκ τούτου η άμεση αντίσταση των ίδιων των μισθωτών στο μέλλον που τους επιφυλάσσει η συμμαχία των ντόπιων εργοδοτών με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Παρά τους λεονταρισμούς των τελευταίων, είναι άλλωστε πασιφανές πως ούτε αυτοί ούτε κανείς άλλος έχουν στο κεφάλι τους οποιαδήποτε συγκεκριμένη έξοδο από την κρίση: στην απόλυτη ζούγκλα της «ελεύθερης αγοράς», το ζητούμενο είναι απλά ποιος θα την πληρώσει περισσότερο. Κι όσο τροποποιείται ο συσχετισμός δύναμης σε βάρος των μισθωτών, τόσο προφανέστερη (και δυσκολότερα ανατρέψιμη) είναι η απάντηση.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, κάθε νικηφόρος αγώνας που αποκρούει την προσπάθεια των (όποιων) εργοδοτών να επωφεληθούν από την «κρίση» για ν’ αναποδογυρίσουν τους όρους εργασίας σε βάρος των εργαζομένων, συνιστά μια πολύτιμη παρακαταθήκη για όλο τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Και κάθε αγώνας που δίνεται με την προοπτική να κερδηθεί, κι όχι απλά να «κερδηθούν» εντυπώσεις, αξίζει την αμέριστη αλληλεγγύη όσων βρίσκονται στην ίδια πλευρά της διαχωριστικής γραμμής που τέμνει τις κοινωνίες μας.
Μια απ’ αυτές τις πρώτες αναμετρήσεις της καινούριας εποχής είναι και η απεργία των αιγυπτίων αλιεργατών της Νέας Μηχανιώνας που ξεκίνησε στις 6 Ιανουαρίου, συνεχίζεται μέχρι σήμερα κι αύριο κρίνεται σε δεύτερο βαθμό η «νομιμότητά» της. Το γεγονός ότι στην πρωτοπορία των εργατικών αντιστάσεων των ημερών μας βρέθηκαν κάποιοι μετανάστες δεν θα πρέπει να ξενίζει: ακριβώς επειδή αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο, ήταν από τους πρώτους που υφίστανται τις συνέπειες της εργοδοτικής επίθεσης. Οσο για τη μαχητικότητά τους, ούτε αυτή θα πρέπει να ξενίζει – τουλάχιστον όσους είναι στοιχειωδώς εξοικειωμένοι με την ιστορία αυτού του τόπου: και στην πρώτη εργοστασιακή απεργία της Μεταπολίτευσης, στις εγκαταστάσεις της National Can τον Οκτώβριο του 1974, ένα μεγάλο μέρος των απεργών ήταν ξένοι -πακιστανοί- εργάτες.
Θέλοντας να δούμε από κοντά τα πράγματα, πήγαμε στη Νέα Μηχανιώνα και μιλήσαμε με τους απεργούς αλιεργάτες. Τις σημαντικότερες όμως πληροφορίες για το ρεπορτάζ τις αντλούμε από ένα ντοκουμέντο υπεράνω κάθε αμφισβήτησης: την απόφαση 4381/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που στις 4 Φεβρουαρίου, σπάζοντας τη συνήθη πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων, αναγνώρισε τη νομιμότητα της απεργίας τους. Καθώς η πλευρά της εργοδοσίας διεκδικούσε την κήρυξή της ως παράνομης και καταχρηστικής για λόγους που αφορούσαν το αντικείμενο της διένεξης, η δικαστική απόφαση εισέρχεται κι αυτή στην ουσία της υπόθεσης.
Η κοινότητα
Οι αιγύπτιοι αλιεργάτες που δουλεύουν στις μηχανότρατες της Νέας Μηχανιώνας υπολογίζονται σε 300 περίπου. Ηρθαν στην Ελλάδα βάσει διακρατικής συμφωνίας που έχει υπογραφεί μεταξύ Ελλάδας κι Αιγύπτου από το 1984 και διαθέτουν πράσινες κάρτες. Κατά κανόνα έρχονται στην Ελλάδα στα τέλη Αυγούστου, υπογράφοντας συμβάσεις για οκτάμηνη εργασία μεταξύ 1ης Οκτωβρίου και 31ης Μαΐου, και το καλοκαίρι επιστρέφουν στην πατρίδα και τις οικογένειές τους.
Πρόκειται για ειδικευμένο δυναμικό: η περιοχή της Νταμιάτα, στο δέλτα του Νείλου, απ’ την οποία προέρχονται, έχει πλούσια αλιευτική παράδοση και ξέρουν καλά τη δουλειά του ψαρέματος με τράτες. Η απασχόλησή τους στη Μηχανιώνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη ιχθυόσκαλα της Ελλάδας, αφορά θέσεις εργασίας που η ντόπια κοινωνία έχει πάψει να καλύπτει.
Το αναγνωρίζει, πρώτος και καλύτερος, ο πρόεδρος των πλοιοκτητών της κωμόπολης (και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Πλοιοκτητών Μέσης Αλιείας), Δημήτρης Νταουλτζής. «Από τους 450 αλιεργάτες της Μηχανιώνας μόνο οι 150 είναι Ελληνες», εξηγεί σε περσινή συνέντευξή του. «Το παράπονό μας είναι ότι τα δικά μας παιδιά, καπετανάκια με πατεράδες που δουλεύουν χρόνια στα καΐκια, δεν έρχονται στη θάλασσα» («Τα Νέα» 23.4.09). Το ίδιο είχε επαναλάβει, δυο χρόνια νωρίτερα, και στο ΑΠΕ-ΜΠΕ (2.10.07): «Η πλειοψηφία του προσωπικού στις μηχανότρατες είναι αλλοδαποί ψαράδες, καθώς δύσκολα οι νέοι στην Ελλάδα επιθυμούν να ασχοληθούν με την επαγγελματική αλιεία, μια δουλειά σίγουρα δύσκολη, με μεγάλο χρόνο απουσίας από τον τόπο διαμονής τους».
Πρόκειται όντως για δύσκολη και σκληρή δουλειά: οι τράτες συχνά μένουν για μέρες στα ανοιχτά, καθιστώντας κάθε έννοια «οκτάωρου» και «υπερωριών» αδιανόητη. «Ολο το χειμώνα μας έρχονται συνέχεια με πνευμονία, που την αρπάζουν καθώς δουλεύουν για ατέλειωτες ώρες μέσα στα μποφόρ», αφηγείται ένας γιατρός του τοπικού νοσοκομείου. Τα εργατικά ατυχήματα κάθε άλλο παρά σπανίζουν, όπως διαπιστώνουμε μ’ ένα απλό σερφάρισμα στα ειδησεογραφικά πόρταλ του διαδικτύου: ακρωτηριασμοί και θάνατοι από εκρήξεις πολεμοφοδίων που μαζεύουν τα δίχτυα, πνιγμοί, σοβαρά εγκαύματα από «έκρηξη θερμάστρας» κ.ο.κ.
Οι ειδικές αυτές συνθήκες έχουν επιβάλει ένα ιδιότυπο σύστημα αμοιβών. Οι αλιεργάτες, διαβάζουμε στην απόφαση του Πρωτοδικείου, «εργάζονται στις μηχανότρατες της Μηχανιώνας και για την εργασία που παρέχουν αμείβονται με ιδιαίτερο καθεστώς. Ειδικότερα, όταν επιστρέψει το αλιευτικό σκάφος από το ψάρεμα, παραδίδει τα αλιεύματα στην ιχθυόσκαλα, όπου δημοπρατούνται και εισπράττεται το τίμημα. Από το συνολικό τίμημα, αφαιρείται το σύνολο των εξόδων του σκάφους, που περιλαμβάνουν την αγορά ή την επισκευή των αλιευτικών εργαλείων, τη δαπάνη των καυσίμων, την επισκευή των βλαβών του σκάφους, την αγορά τροφής κλπ. Από το ποσό που απομένει, το 50% το εισπράττει ο ιδιοκτήτης του σκάφους και το υπόλοιπο 50% μοιράζεται σε ίδα μερίδια. Από τα ίσα αυτά μερίδια, δυο μερίδια αναλογούν στον καπετάνιο του σκάφους (που συνήθως είναι και ο ιδιοκτήτης του), ενάμιση μερίδιο αναλογεί στον μηχανικό του σκάφους και από ένα μερίδιο αναλογεί σε κάθε αλιεργάτη» (σ.5).
Ο έλεγχος των εσόδων και των μεριδίων γίνεται από το «Σωματείο Αλιεργατών Νέας Μηχανιώνας», βάσει μιας «διμερούς άτυπης συμφωνίας» με το σύλλογο των εργοδοτών («Αλιευτικός Αγροτικός Συνεταιρισμός Μηχανότρατων Νέας Μηχανιώνας ‘Η Αγία Παρασκευή’»). Οπως διαβάζουμε στην απόφαση του Πρωτοδικείου, «το ΔΣ του σωματείου αυτού ορίζει την επιτροπή, που ελέγχει και διανέμει [και] τα μερίδια των ιδιοκτητών και των κυβερνητών». Μόνο που, όπως προκύπτει από το ίδιο ντοκουμέντο, «σήμερα πλέον κανένας από τους Αιγυπτίους αλιεργάτες δεν είναι μέλος του ‘Σωματείου Αλιεργατών Νέας Μηχανιώνας’» με αποτέλεσμα «να έχουν αποκλειστεί παντελώς από κάθε γνώση και στοιχείο που αποδεικνύει πόσο είναι το ποσό που δικαιούνται να λαμβάνουν». Ως εκ τούτου, «τίθεται ζήτημα αντιπροσώπευσης των συγκεκριμένων ατόμων και κατ’ επέκταση της συμμετοχής τους στη διανομή και στον έλεγχο του μερτικού».
Για να κάνουν πράξη τα παραπάνω, οι ενδιαφερόμενοι ίδρυσαν το 2006 δικό τους σωματείο, το «Σύλλογο Αιγυπτίων Αλιεργατών Νέας Μηχανιώνας». Σήμερα μετέχουν σ’ αυτό 180 αλιεργάτες, ανάμεσά τους και μερικοί Ελληνες. Το παλιό σωματείο έχει θεωρητικά 170 μέλη, απ’ τα οποία στις εκλογές του 2007 ψήφισαν 89 – κι ανάμεσά τους άνθρωποι που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το επάγγελμα: φαρμακοποιοί, συνταξιούχοι, συγγενείς πλοιοκτητών, ακόμη κι ένας ιδιοκτήτης καταστήματος με εσώρουχα. Οπως άλλωστε επισημαίνει και η δικαστική απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου, «από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, ούτε άλλωστε υπήρξε σχετικός ισχυρισμός, ότι το ‘Σωματείο Αλιεργατών Νέας Μηχανιώνας’ αριθμεί περισσότερα μέλη» απ’ αυτό των Αιγυπτίων, «ώστε αυτό να δικαιούται να έχει εκπροσώπους στη διανομή του μερτικού και όχι το εναγόμενο».
Η «κρίση»
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά στην πράξη; Μέχρι πριν από λίγο καιρό, παρά την απουσία ελέγχου, οι αιγύπτιοι αλιεργάτες δεν ήταν καθόλου στενοχωρημένοι με το ύψος των απολαβών τους.
«Παλιά ήταν πολύ καλά», μας λένε. «Πριν 4-5 χρόνια, κατά τους πρώτους τρεις μήνες του ψαρέματος, απ’ τον Οκτώβριο ως το Δεκέμβριο, εποχή που έχει πολλά ψάρια και μεγάλη ζήτηση, μπορούσες να βγάλεις μέσα στο τρίμηνο 7-8.000 ευρώ. Τώρα, δεν βγάζεις 2.500-3.000. Τους επόμενους μήνες το εισόδημα πέφτει, όχι μόνο γιατί τα ψάρια είναι λιγότερα αλλά και γιατί ο λογαρισμός γίνεται πιο αραιά. Κι όσο μακραίνει ο καιρός, μακραίνουν και τα χέρια».
Τα εισοδήματα άρχισαν να μειώνονται δραστικά την τελευταία τριετία, με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου: «Το μερτικό έπεσε πολύ. Στις καλές περιπτώσεις γύρω στα 900 ευρώ το μήνα, ενώ υπάρχουν και κάποιοι που δίνουν 300 ή, τελευταία, και 280 ευρώ. Ενα αφεντικό έβγαλε ψάρια 26 μέρες και στο τέλος δεν έδωσε τίποτα: τσίμα τσίμα ήρθαμε, είπε».
Με δεδομένο το σύστημα των αμοιβών, η αρχική αντίδραση των αλιεργατών ήταν ν’ αυξήσουν τις προσπάθειες και να περιμένουν καλύτερες μέρες. Ωσπου διαπίστωσαν πως η «κρίση» δεν ήταν παρά το πρόσχημα για την -άτυπη αλλά δραματική- αλλαγή των εργασιακών τους σχέσεων:
«Το Νοέμβρη πιάσαμε πάρα πολλά ψάρια, όσα δεν είχαν πιαστεί εδώ και χρόνια. Οι τιμές ήταν επίσης ψηλές στην αγορά, κάποια στιγμή μάλιστα σταματήσαμε να ψαρεύουμε για ν’ ανεβούνε. Περιμέναμε λοιπόν να δούμε τι θα γίνει. Και μας έδωσαν, ξανά, το πολύ 900 ευρώ. Καταλάβαμε πως έχουν συνεννοηθεί, όλα τα καΐκια, να πληρώσουν το πολύ 900 ευρώ».
Μια άλλη αλλαγή αφορά την κατάργηση του «ντραγκ μπάι», μιας μορφής χριστουγεννιάτικου «δώρου» που έπαιρναν μέχρι πρόσφατα: «Από τις 26 ώς τις 31 Δεκεμβρίου, ό,τι πιάναμε το μοιραζόμασταν εξίσου τα μέλη του πληρώματος, αφού πρώτα αφαιρούσαμε τα έξοδα. Τώρα πιά αυτό έχει καταργηθεί».
Ενα μέρος απ’ αυτή την επιδείνωση, οι συνομιλητές μας το αποδίδουν στην αλλαγή της γενιάς των αφεντικών: «Οι παλιοί πλοιοκτήτες και καπετάνιοι ήταν άνθρωποι της θάλασσας, ήξεραν από πρώτο χέρι και τη δουλειά και τα ζόρια της. Οι καινούριοι, τα παιδιά τους, είναι συνήθως άσχετοι και περιμένουν από εμάς τα πάντα. Το καλοκαίρι, για παράδειγμα, οι παλιοί ετοίμαζαν σιγά σιγά μόνοι τους τα εργαλεία, κι εμείς δίναμε ένα γερό χέρι στην τελική ετοιμασία το Σεπτέμβριο. Τα παιδιά τους περνούν όλο το καλοκαίρι στην καφετέρια, κι εμείς τρώμε όλο το Σεπτέμβρη με σκληρή δουλειά. Απλήρωτη φυσικά, αφού δεν υπάρχει μερτικό».
Η απεργία
Η απεργία ξεκίνησε στις 6 Ιανουαρίου, αμέσως μετά τις γιορτές, με εικοσιτετράωρο αποκλεισμό του λιμανιού από τους απεργούς και δυο αιτήματα: συμμετοχή δυο εκπροσώπων του Συλλόγου στη διαδικασία υπολογισμού του «μερτικού» και καταβολή δώρου 500 ευρώ. Τη συνδικαλιστική κάλυψη των απεργών, μέχρι να γίνουν αρχαιρεσίες στο σύλλογό τους, ανέλαβε το Σωματείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων του νομού.
Δυο μέρες μετά, οι εργοδότες προσέφυγαν στα δικαστήρια ζητώντας -ως συνήθως- να κηρυχθεί η απεργία παράνομη και καταχρηστική. Στις 14 Ιανουαρίου το Πρωτοδικείο ικανοποίησε -ως συνήθως- το αίτημά τους. Ομως οι αλιεργάτες δεν το έβαλαν κάτω. Την ίδια μέρα προκήρυξαν νέα απεργία, απευθυνόμενη αυτή τη φορά στην Πανελλήνια Ενωση Πλοιοκτητών. Τα αφεντικά κατέφυγαν ξανά στα δικαστήρια, που στις 21 Ιανουαρίου επανέλαβαν την προηγούμενη απόφαση. Αυθημερόν, ο σύλλογος επανήλθε, απευθύνοντας την κήρυξη απεργίας στον τοπικό Συνεταιρισμό πλοιοκτητών. Ακολούθησε και τρίτη δικαστική απαγόρευση.
Ομως οι απεργοί δεν υποχώρησαν. Στις 29 Ιανουαρίου ξανακήρυξαν απεργία, επεξεργαζόμενοι ακόμη περισσότερο τα αιτήματά τους. Δίπλα στην πάγια διεκδίκηση για συμμετοχή εκπροσώπων τους στο μέτρημα των εσόδων και των αμοιβών, θέτουν τώρα και τρία ακόμη αιτήματα – προϊόντα, σε μεγάλο βαθμό, της ίδιας της κινητοποίησης και της νέας πραγματικότητας που δημιουργήθηκε από αυτή:
« * Να παραδοθούν άμεσα οι έγγραφες συμβάσεις εργασίας και οι βεβαιώσεις ασφάλισης σε όλους τους αιγυπτίους αλιεργάτες.
* Να εξασφαλιστεί ασφαλιστική κάλυψη των αλιεργατών σε περίπτωση εργατικών ατυχημάτων
* Να εξασφαλιστεί ότι στις επόμενες -μετά τη λήξη των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου- προσλήψεις αλιεργατών, θα προσλαμβάνονται κατά προτεραιότητα οι εργαζόμενοι των οποίων οι συμβάσεις έληξαν την περοηγούμενη περίοδο, στο κάθε αλιευτικό σκάφος».
Το τελευταίο αίτημα αποτελεί φυσική απόρροια της απεργίας και του (φυσιολογικού) φόβου ότι οι απεργοί έχουν μπει στη μαύρη λίστα των εργοδοτών.
Παρεμφερές είναι και το πρώτο αίτημα. «Οπως με σαφήνεια κατέθεσε ο μάρτυρας του εναγομένου σωματείου», διαβάζουμε στο κείμενο της δικαστικής απόφασης, οι εργοδότες «δεν παραδίδουν τα πρωτότυπα των συμβάσεων και τις βεβαιώσεις ασφάλισης στους αιγυπτίους αλιεργάτες, με αποτέλεσμα να μη δύναται να ανανεωθεί η άδεια διαμονής τους στη χώρα μας και να επίκειται απέλασή τους. Επομένως και αυτό το αίτημα των εναγομένων είναι νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο».
Οπως μας βεβαίωσαν οι απεργοί, μετά το ξέσπασμα της απεργίας ορισμένοι εργοδότες έσπευσαν να δώσουν στους αλιεργάτες κείμενα συμβάσεων που φέρονταν να λήγουν όχι στις 31 Μαΐου, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά στις …31 Δεκεμβρίου – στη μέση, δηλαδή, της αλιευτικής περιόδου! Ήταν μια εύσχημη απόλυση εν μέσω απεργίας, ώστε οι απεργοί ν’ αντικατασταθούν με άλλους, λιγότερο «απαιτητικούς» συναδέλφους τους.
Τα κείμενα των πρωτότυπων συμβάσεων είχαν βέβαια κατατεθεί, όπως προβλέπεται, στην υπηρεσία αλλοδαπών, στον ΟΑΕΔ και στον τοπικό ανταποκριτή του ΟΓΑ, στη Νέα Μηχανιώνα. Όπως όμως καταγγέλλουν οι απεργοί, ο τελευταίος αρνήθηκε να τους δώσει επικυρωμένα αντίγραφα.
Το τρίτο αίτημα, για ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ατυχήματος, είναι εξίσου αποκαλυπτικό για τη σταδιακή επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στον κλάδο.
«Μέχρι το 2004», διαβάζουμε στην απόφαση, «οι Αιγύπτιοι αλιεργάτες ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ και κατόπιν ικανοποίησης αιτήματος των πλοιοκτητών νομοθετήθηκε η μεταφορά τους σε άλλον ασφαλιστικό φορέα, στον ΟΓΑ, όπου οι ασφαλιστικές εισφορές είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές του ΙΚΑ». Η σχετική ρύθμιση περιλαμβάνεται σ’ ένα από τα τελευταία νομοθετήματα της απερχόμενης κυβέρνησης Σημίτη, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές που έθεσαν το ΠΑΣΟΚ εκτός εξουσίας (Ν. 3232 της 12.2.2004).
Το αίτημα των απεργών, αναγνωρίζει το δικαστήριο, είναι ως εκ τούτου όχι μόνο «κατ’ αρχήν νόμιμο» αλλά «και ουσιαστικά βάσιμο, διότι όπως κατατέθηκε από τους μάρτυρες αμφοτέρων των μερών, το επάγγελμα του αλιεργάτη είναι κατεξοχήν επάγγελμα που ενέχει κινδύνους εργατικών ατυχημάτων και η παρούσα ασφάλιση των αλιεργατών στον ΟΓΑ παρέχει μόνο νοσοκομειακή περίθαλψη, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης επιδόματος αδείας ή αναπηρικής σύνταξης σε περίπτωση επέλευσης εργατικού ατυχήματος».
Το δικαστήριο θεώρησε μάλιστα ιδιαίτερα αποκαλυπτική την κατάθεση του ίδιου του προέδρου των εργοδοτών, ότι «όταν συνέβη σε αλιεργάτη που απασχολούσε αυτός κάποιο εργατικό ατύχημα, αυτός του κατέβαλε χρήματα για τα προς το ζην, πέραν της νοσοκομειακής περίθαλψης που καλύφθηκε από τον ΟΓΑ. Ετσι όμως γίνεται φανερό ότι σε περίπτωση επέλευσης ατυχήματος ο κάθε αλιεργάτης δεν έχει κανένα ασφαλιστικό έρεισμα και θα εξαρτάται από την καλή θέληση του εργοδότη του».
Η αλληλεγγύη
Υπέρ των αγωνιζόμενων αλιεργατών έχουν ταχθεί, με δηλώσεις και διακηρύξεις τους, τα περισσότερα κόμματα και συλλογικότητες της Αριστεράς. Εννιά βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσαν στις 5 Φεβρουαρίου σχετική ερώτηση στη Βουλή. Εμπρακτα, όμως, στο πλευρό των απεργών στάθηκαν μέχρι σήμερα δυο συλλογικότητες: το συνδικαλιστικό σκέλος του ΚΚΕ (ΠΑΜΕ) κι η «Συνέλευση Αλληλεγγύης» που συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη από άτομα του ευρύτερου αντιεξουσιαστικού χώρου.
Το ΠΑΜΕ προσέφερε συνδικαλιστική κάλυψη, αρχικά μέσω του Συλλόγου Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ν. Θεσσαλονίκης κι εν συνεχεία δια του γραμματέα του ΕΚΘ, Σωτήρη Ζαριανόπουλου. Οργάνωσε πορείες αλληλεγγύης στη Ν. Μηχανιώνα (10/1) και τη Θεσσαλονίκη (15/1), και στις 5 Φλεβάρη έκανε παρέμβαση στον ΟΓΑ, καταγγέλλοντας την άρνηση των υπηρεσιών του οργανισμού να δώσουν στους απεργούς επικυρωμένα αντίγραφα των συμβάσεων εργασίας τους.
Η Συνέλευση Αλληλεγγύης, απ’ την πλευρά της, οργάνωσε μια ενημερωτική εκδήλωση στο ΑΠΘ (20/1), μια διαδήλωση αλληλεγγύης (26/1) και μια συναυλία για τη συγκέντρωση βοήθειας προς τους απεργούς (29/1).
Στο πλευρό των εργοδοτών τάχθηκε, αντίθετα, η τοπική ακροδεξιά. Η ιστοσελίδα του ΛΑ.Ο.Σ. Νέας Μηχανιώνας, που ανοίγει με το εμβατήριο «περνά ο στρατός», ξιφουλκεί ανοιχτά κατά των «παράλογων αιτημάτων» των απεργών και κάνει λόγο για «Ελληνες κατοίκους που δεν έμειναν με δεμένα τα χέρια» αλλά «προσπάθησαν να ανακαταλάβουν την ιχθυόσκαλα και τη γη τους από τους ξένους εργάτες και τους κόκκινους νταβατζήδες τους».
Οι ίδιοι οι απεργοί, όταν τους ρωτήσαμε σχετικά, χαμογέλασαν: «Τις πρώτες μέρες της απεργίας, οι εργοδότες ζητήσανε την υποστήριξη των κατοίκων. Βάλανε μεγάφωνα στην κεντρική πλατεία και ζητούσαν από τον κόσμο να μας διώξει από τη Μηχανιώνα. Ο κόσμος όμως δεν πήγε μαζί τους γιατί ήξερε πως είχαν άδικο. Το χωριό κρατάει αποστάσεις, δεν πήγε ούτε με τον ένα, ούτε με τον άλλο. Κι ίσως είναι καλύτερα έτσι».
Στα δίχτυα της πρεσβείας
«Οι Αιγύπτιοι αλιείς δεν πρέπει να εμπλέκονται με οποιοδήποτε ελληνικό πολιτικό κόμμα ή όργανο που σχετίζεται με εργασιακές υποχρεώσεις και δικαιώματα».
Η απίστευτη αυτή διατύπωση αποτελεί το σημείο 6 της «συμφιλιωτικής» πρότασης που υπέβαλαν στους απεργούς, λίγο μετά την κήρυξη της απεργίας, οι εργοδότες σε συμφωνία με τον «εργατικό σύμβουλο» της αιγυπτιακής πρεσβείας στην Αθήνα.
Εξαιρετικά εύγλωττη όσον αφορά τις προσπάθειες αποκοπής των αλιεργατών της Νέας Μηχανιώνας από τον ευρύτερο περίγυρο που στηρίζει ή θα μπορούσε να στηρίξει τον αγώνα τους, αλλά και της αντίληψης που θέλει τους μετανάστες ν’ αποτελούν ένα «εφεδρικό στρατό» εργαζομένων χωρίς τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις των «γηγενών» (ακριβώς για να μπορούν να υπονομευθούν καλύτερα αυτά τα τελευταία), η συγκεκριμένη παράγραφος δεν είναι ωστόσο το μοναδικό μαργαριτάρι που συναντάμε στη «συμφωνία – δήλωση» της πρεσβείας και των αφεντικών.
«Οι πλοιοκτήτες», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο σημείο 3, «θα αποστείλουν επιστολή προς τον Εργατικό Ακόλουθο [της πρεσβείας] εξηγώντας τις απόψεις τους σχετικά με ορισμένους συγκεκριμένους Αιγύπτιους αλιείς και τα προβλήματα που αυτοί δημιούργησαν».
Το χωρίο έρχεται αμέσως μετά την «υπόσχεση» των εργοδοτών «να μην απολύσουν κανέναν από τους Αιγύπτιους αλιείς εξαιτίας του τωρινού προβλήματος». Συνιστά δε μια ελάχιστα συγκαλυμμένη απειλή ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μέσω του (γνωστού για τις επιδόσεις του στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων) αιγυπτιακού κράτους. «Κάποιοι από τους απεργούς», μας εξηγεί ένα μέλος της Συνέλευσης Αλληλεγγύης, «μας εκμυστηρεύονταν κατ’ ιδίαν: αν πάμε φυλακή στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν θα είναι βέβαια καλά. Αν όμως μας φυλακίσουν στην Αίγυπτο, μόλις γυρίσουμε πίσω, τότε χαθήκαμε».
Οι πρωτεργάτες της απεργίας και τα στελέχη του συλλόγου θεωρούν αυτούς τους φόβους άκρως υπερβολικούς. Δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο με τους αλιεργάτες εκείνους που έχουν μικρότερη -ή και μηδενική- επαφή με την ελληνική κοινωνία, τους μηχανισμούς και τους κανόνες ενός δημοκρατικού κράτους.
Υπάρχει άλλωστε και το άρθρο 8 του σχεδίου, που αναθέτει στην πρεσβεία έναν αμφιλεγόμενο ρόλο στην πειθάρχηση των μεταναστών: «Οι πλοιοκτήτες μπορούν να ενημερώσουν τον Ακόλουθο της Πρεσβείας της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου σε περίπτωση οποιασδήποτε ανάρμοστης συμπεριφοράς ή οποιωνδήποτε ενεργειών που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις των Αιγυπτίων αλιέων και οι πλοιοκτήτες έχουν το δικαίωμα να ξεκινήσουν όλες τις νομικές διατυπώσεις για την απόλυση των Αιγυπτίων αλιέων. Σε περίπτωση που οι πλοιοκτήτες έχουν οποιοδήποτε πρόβλημα με οποιονδήποτε Αιγύπτιο αλιέα, μπορούν να ενημερώσουν τον Εργατικό Ακόλουθο της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για να προσπαθήσουν να το λύσουν».
Η αιγυπτιακή πρεσβεία καλείται, δηλαδή, να βάλει στη θέση τους όσους ψαράδες δείχνουν (κατά τα αφεντικά) «ανάρμοστη» συμπεριφορά. Πουθενά στο κείμενο δεν υπάρχει, αντίθετα, κάποια πρόβλεψη για μεσολάβησή της υπέρ των υπηκόων της, αν αυτός που δείχνει «ανάρμοστη συμπεριφορά» είναι ο έλληνας εργοδότης.
Την εικόνα ολοκληρώνει το άρθρο 7 της πρότασης: «Κάθε φορά που οι πλοιοκτήτες χρειάζονται Αιγύπτιους αλιείς να γίνουν μέλος [sic] του πληρώματος, οι πλοιοκτήτες μπορούν να ζητήσουν είτε από το Σωματείο Αλιεργατών στη Ν. Μηχανιώνα, είτε μέσω του εκπροσώπου του Εργατικού Ακολούθου της Πρεσβείας της Αιγύπτου, να προχωρήσει σε αυτές τις προσλήψεις».
Δίπλα στο αμφισβητούμενο από τους απεργούς σωματείο, που εκτός από μεσολαβητής στις αμοιβές αναγνωρίζεται πλέον και σαν ρυθμιστής των προσλήψεων, εμφανίζεται τώρα στον ίδιο ρόλο και κάποιος «εκπρόσωπος» της πρεσβείας στην περιοχή. Αγνοούμε πλήρως αν έχει κάποια σχέση με τον (καλά δικτυωμένο στη χώρα μας) συμπατριώτη τους, που κάποιοι από τους απεργούς μας αφηγήθηκαν πως εισπράττει απ’ αυτούς 1.000 ευρώ το κεφάλι για να τους βάλει στη λίστα των «προσκαλούμενων» αλιεργατών.
Συνταγμένη σε τρεις γλώσσες (ελληνικά – αγγλικά – αραβικά), η παραπάνω «συμφωνία – δήλωση» φέρει τη σφραγίδα του «συνεταιρισμού» των εργοδοτών, τα ονόματα των μελών του ΔΣ (γραμμένα από το ίδιο χέρι) χωρίς υπογραφές, και την υπογραφή του «εργατικού συμβούλου» της αιγυπτιακής πρεσβείας. Την υπέγραψαν και πέντε από τους απεργούς, αλλά όχι το συνδικάτο. Η φάκα είχε στηθεί, όμως τα ποντίκια αποδείχθηκαν πιο υποψιασμένα απ’ ό,τι αναμενόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου